- κατάματος
- -η, -ο(για χιόνι ή βροχή ή καπνό) αυτός που πέφτει κατευθείαν στα μάτια («κατάματο έπεφτε πάνω μας το χαλάζι»).επίρρ...κατάματαμέσα στα μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ματος (< μάτι), πρβλ. γλυκό-ματος, μονό-ματος].
Dictionary of Greek. 2013.